- χειράμαξα
- χειρ-άμαξα, ἡ, Handwagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειράμαξα — η, ΝΜΑ μικρό φορτηγό καρότσι που κινείται με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἅμαξα] … Dictionary of Greek
χειράμαξα — η δίτροχο φορτηγό αμάξι που σύρεται με τα χέρια, καρότσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
χειραμάξι — το / χειραμάξιον, ΝΜΑ [χειράμαξα] μικρή χειράμαξα νεοελλ. καροτσάκι … Dictionary of Greek
χειραμάξι — το υποκορ. του χειράμαξα μικρή χειράμαξα, καροτσάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
Ανχούρι — Αρχαία αιγυπτιακή ηλιακή θεότητα. Κατά τον Ηρόδοτο, την ημέρα της γιορτής του θεού αυτού, οι ιερείς και οι πιστοί διακατέχονταν από άγριες διαθέσεις που φανέρωναν ότι o Α. ήταν πολεμικός θεός. Μια ομάδα ιερέων εκτελούσε θυσία μετά τη δύση του… … Dictionary of Greek